LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπελεύθερος"
- ἀπ-ελεύθερος, ὁ, ο δούλος που έχει χειραφετηθεί, δηλ. απελευθερωθεί, ο απελεύθερος, Λατ. libertus, σε Πλάτ., Ξεν.