LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπεικάζω"
- ἀπ-εικάζω, μέλ. -άσομαι — Παθ. αόρ. αʹ ἀπεικάσθην ή ἀπῃκ-, παρακ. ἀπείκασμαι ή ἀπῃκ-· I. 1. σχεδιάζω κάτι βάσει προτύπου, απεικονίζω, αναπαριστώ, αντιγράφω, λέγεται για ζωγράφους, σε Ξεν. κ.λπ.· Παθ., γίνομαι όμοιος, μοιάζω· ἀπεικασθεὶς θεῷ, μοιάζοντας με θεό, σε Ευρ. 2. εκφράζω, απεικονίζω, αναπαριστώ μέσω σύγκρισης, μέσω παραβολής, σε Πλάτ. — Παθ., αναπαρίσταμαι ή απεικονίζομαι μέσω ομοιώματος, στον ίδ. 3. προσομοιάζω, παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω, τί τινι, σε Ευρ., Πλάτ. II. ὡς ἀπεικάσαι, όπως μπορεί να εικάσει, να συμπεράνει κάποιος βάσει υποθέσεων, σε Σοφ.