Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπαραμύθητος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-παραμύθητος, [ῦ], -ον (παραμυθέομαι), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, απαρηγόρητος, ἀθυμία, σε Πλούτ.