Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπαλλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρακ. ἀπήλλᾰχα, αόρ. αʹ ἀπήλλαξαΠαθ. παρακ. ἀπήλλαγμαι, Ιων. ἀπάλλαγμαι, αόρ. αʹ ἀπηλλάχθην, Ιων. ἀπαλλ-· αόρ. βʹ ἀπηλλάγην [ᾰ]· μέλ. αʹ ἀπαλλαχθήσομαι, μέλ. βʹ ἀπαλλᾰγήσομαιΜέσ. μέλ. (με Παθ. σημασία) ἀπαλλάξομαι· αόρ. αʹ ἀπηλλαξάμην·
Α. I. 1.
Ενεργ., απελευθερώνω, ανακουφίζω, απολυτρώνω κάποιον από κάτι, τινά τινος, σε Ηρόδ., Αττ. 2. απομακρύνω ή μετακινώ κάτι μακριά από κάποιον, τί τινος, σε Ευρ. κ.λπ. 3. με αιτ. μόνο, απομακρύνω, μεταφέρω μακριά, αποπέμπω, τι ή τινά, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· αφανίζω, καταστρέφω, ἑαυτόν, σε Πλούτ. II. αμτβ., διαφεύγω, εκφεύγω, αποπερατώνω με συγκεκριμένο τρόπο, οὐκ ὡς ἤθελε, σε Ηρόδ.· κακῶς ἀπήλλαξε, σε Πλάτ.· χαίρων, σε Ηρόδ.· με γεν., αναχωρώ από, βίου, σε Ευρ. Β. Παθ. και Μέσ., I. 1. απελευθερώνομαι ή ανακουφίζομαι από κάτι, γλιτώνω από αυτό, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ. 2. εκφεύγω, διαφεύγω, καλῶς, σε Ευρ.· ἀζήμιος, σε Αριστοφ. 3. απόλ., αθωώνομαι, απελευθερώνομαι, σε Δημ. II. 1. απέρχομαι, αναχωρώ από, αποχωρώ, ἐκ χώρης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· γῆς, σε Ευρ. 2. ἀπαλλάσεσθαι τοῦ βίου, αναχωρώ από την ζωή, πεθαίνω, στον ίδ.· και χωρίς το βίου, αναχωρώ, αποχωρώ, πεθαίνω, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. 3. ἀπαλλάσσομαι λέχους, παίρνω διαζύγιο από τη γυναίκα μου, σε Ευρ. 4. ἀπαλλάσσομαι τοῦ διδασκάλου, εγκαταλείπω το σχολείο, δεν διδάσκομαι πλέον, σε Πλάτ. 5. ἀπαλλάσσομαι ἐκ παίδων, αποχωρίζομαι την παιδική ηλικία, ανδρώνομαι, σε Αισχίν. 6. πολλὸν ἀπηλλαγμένος τινός μακράν υποδεέστερος σε σχέση με κάποιον, σε Ηρόδ. III. 1. σταματώ από ή παύω να, τῶν μακρῶν λόγων, σε Σοφ.· σκωμμάτων, σε Αριστοφ.· απόλ., παύω, κοπάζω, εγκαταλείπω, παραιτούμαι, σταματώ, σε Σοφ., Πλάτ.· με μτχ., εἰπὼν ἀπαλλάγηθι, πες μας και σήκω φύγε, σε Πλάτ.· επίσης στη μτχ. με ρήμα, οὐκοῦν ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; τελείωνε τα λόγια σου και σήκω φύγε, σε Σοφ. 2. εγκαταλείπω την έχθρα, δηλ. συμφιλιώνομαι, σε Πλάτ.