Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπαιτέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπ-αιτέω, μέλ. -ήσω, I. απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι, εγείρω απαίτηση, σε Ηρόδ.· ἀπαιτῶ τί τινα, απαιτώ κάτι από κάποιον, στον ίδ., Αττ.· ἀπαιτῶ τὰὅπλα τοῦ πατρός, σε Σοφ.· επίσης, χάριν ἀπαιτῶ τινα, σε Πλάτ. II. Παθ., 1. λέγεται για πράγματα, απαιτούμαι προς πληρωμή, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, μου έχει προβληθεί απαίτηση από κάποιον· ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν, σε Ξεν.