Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπαγωγή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπᾰγωγή, , I. το να οδηγεί κάποιος κάτι μακριά, σε Ξεν. II. πληρωμή φόρου ή εισφοράς, σε Ηρόδ. III. ως Αττ. νομικός όρος, διαδικασία με την οποία κάθε άνθρωπος που γινόταν αντιληπτός την ώρα που αδικοπραγούσε (ἐπ' αὐτοφώρῳ), μπορούσε να συλληφθεί και να οδηγηθεί ενώπιον των Αρχόντων, σε Ρήτ.· γραπτή καταγγελία που υποβαλλόταν στους άρχοντες που είχαν αρμοδιότητα δικαστή, σε Λυσ.