Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπήνη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀπήνη, , 1. τετράτροχη άμαξα που την έσερναν μουλάρια, σε Όμηρ.· άμαξα ή άρμα οποιουδήποτε τύπου, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., ναΐα ἀπήνη, το πλοίο, σε Ευρ.· τετραβάμων ἀπήνη, λέγεται για το δούρειο ίππο, στον ίδ. 2. μεταφ. επίσης, όπως το ζεῦγος, ζευγάρι, όπως π.χ. δύο αδελφών, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
ἀπ-ηνής, -ές, τραχύς, σκληρός, βάναυσος, αμείλικτος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ. (η προέλ. -ηνης, όπως στο προσ-ηνής, είναι αβέβαιη).