Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπήμων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-πήμων, ον, γεν. -ονος (πῆμαI. αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη, ζημία ή κάποιο κακό, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ.· νόστος ἀπήμων, ασφαλής, αίσια επιστροφή, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ἀπήμων οἰζύος, αυτός που δεν έχει υποφέρει από παθήματα, σε Αισχύλ. II. Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί καμία ζημιά, αβλαβής· και συνεκδοχικά, γλυκύς, επιεικής, ευνοϊκός, λέγεται για ούριο άνεμο, για τον ύπνο, σε Όμηρ.· με γεν., νεῶν ἀπήμαντος, αυτός που δεν έχει προξενήσει ζημία στα πλοία, σε Ευρ.