LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπήμαντος"
- ἀ-πήμαντος, -ον (πημαίνω), αβλαβής, απείραχτος, σε Ομήρ. Οδ.· ἔστω δ' ἀπήμαντον, να είσαι χωρίς παθήματα, σε Αισχύλ.

