Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπέχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπ-έχω, μέλ. ἀφέξω και ἀποσχήσω, αόρ. βʹ ἀπέσχον· I. κρατώ σε απόσταση ή μακριά από, απομακρύνω, αποκρούω, τινά ή τί τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., κρατώ σε απόσταση, σε Ευρ. 2. κρατώ χωριστά, διαχωρίζω· κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν, οι κλείδες ξεχωρίζουν τον αυχένα από τους ώμους, σε Ομήρ. Ιλ. II. Μέσ., ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαί τινος (τμήση της πρόθεσης), κρατώ τα χέρια μου μακριά από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ἀπέχεσθαί τινος, κρατώ τον εαυτό μου μακριά από κάτι, εγκρατεύομαι, αποφεύγω, αποστασιοποιούμαι από κάτι, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. με απαρ., ἀπέχεσθαι ποιεῖν ή μὴ ποιεῖν τι, αποφεύγω να κάνω κάτι, σε Θουκ. κ.λπ. III. 1. αμτβ. στην Ενεργ., βρίσκομαι σε απόσταση ή μακριά από, με γεν. του τόπου, στον ίδ.· επίσης, ἀπέχω ἀπὸ Βαβυλῶνος κ.λπ., σε Ηρόδ.· απόλ., βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση, σε Ξεν. 2. λέγεται για πράξεις ή ενέργειες, είμαι μακράν από, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος, ήταν μακριά από την ανακάλυψη, σε Ηρόδ.· πλεῖστον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν, είμαι όσο το δυνατόν μακράν του να κάνω κάτι, σε Ξεν. IV. έχω ή λαμβάνω κάτι πλήρες, τὸν μισθόν, σε Κ.Δ., Πλούτ. V. απρόσ., ἀπέχει, αρκεί, φτάνει, είναι αρκετό, σε Κ.Δ.