Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπάτωρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-πάτωρ, -ορος, , (πᾰτήρ), αυτός που δεν έχει πατέρα, ορφανός από πατέρα, σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., ἀπάτωρ ἐμοῦ, χωρίς να έχεις εμένα για πατέρα, σε Σοφ.