Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀξία"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἀξία, Ιων. -ίη, (ἄξιος), κόστος ή αξία πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.· η αξία των χρημάτων, τιμή, ποσό, σε Ηρόδ.· τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι, εκτιμώντας την ποινή στην πραγματική της αξία, σε Πλάτ.· κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα, αξία, φήμη, κατάταξη, τιμή, σε Θουκ. κ.λπ. 3. γενικά, η αξία ενός ανθρώπου, τὴν ἀξίαν λαμβάνειν, τῆς ἀξίας τυγχάνειν, παίρνει αυτό που του αξίζει, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· κατ' ἀξίαν, σύμφωνα με την αξία, όπως πρέπει, σε Ευρ., Πλάτ.· παρὰ τὴν ἀξίαν, οὐ κατ' ἀξίαν, σε Θουκ., Δημ.
ἀξι-άκουστος, -ον, άξιος να ακουστεί, σε Ξεν.
ἀξι-ακρόᾱτος, -ον (ἀκροάομαι), αυτός που αξίζει να τον ακούσει κάποιος, σε Ξεν.
ἀξι-αφήγητος, Ιων. ἀξι-απήγ-, -ον (ἀφηγέομαι), ο άξιος αφηγήσεως, σε Ηρόδ.