LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνύσιμος"
- ἀνύσιμος[ῠ], -ον (ἀνύω), λυσιτελής, συντελεστικός, αποτελεσματικός, εἴς τι, σε Ξεν.· επίρρ. -μως, υπερθ. -ώτατα, σε Πλάτ.