LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀντιποιέω"
- ἀντι-ποιέω, μέλ. -ήσω, I. πράττω με τη σειρά μου, τι, σε Πλάτ.· απόλ., ανταποδίδω, εκδικούμαι, σε Ξεν. II. Μέσ., 1. εξασκώ τον εαυτό μου για κάτι, επιζητώ, διεκδικώ, με γεν., σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., ἀντ. ἐπίστασθαί τι, διεκδικώ τη γνώση, σε Πλάτ. 2. διαφιλονικώ με κάποιον για κάτι, ἀντ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, σε Ξεν.· τινὶ περί τινος, στον ίδ.