
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀντικόπτω"
- ἀντι-κόπτω, μέλ. -ψω, 1. αντικρούω, απωθώ, ανθίσταμαι, εμποδίζω, σε Ξεν. 2. απρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, εάν παρουσιασθεί κανένα εμπόδιο, στον ίδ.