Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνταλλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀντ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ευρ.· τὴν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἀντ., αλλάζω τη σημασία των ονομάτων, σε Θουκ. II. Μέσ., παίρνω εις αντάλλαγμα, τί τινος, κάτι για κάποιο άλλο, σε Ευρ., Δημ.· τι ἀντί τινος, σε Δημ.· θάνατον ἀνταλλάξεται, θα εκλάβει θάνατο εις ανταπόδοση, δηλ. ως ποινή, σε Ευρ.Παθ., ἀντηλλαγμένος τοῦ ἑκατέρων τρόπου, έχοντας πραγματοποιήσει ανταλλαγή των εθίμων ο ένας του άλλου, δηλ. έχοντας υιοθετήσει ο ένας τις συνήθειες του άλλου, σε Θουκ.