Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀντίπαλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀντί-πᾰλος, -ον (πάλη), κυρίως, I. 1. αυτός ο οποίος παλεύει ενάντια σε άλλον· έπειτα γενικά, αυτός που αντιμάχεται, αντιπαλεύει, ανταγωνιστικός, σε Αισχύλ.· με δοτ., γενικά, αυτός που ανταγωνίζεται κάποιον, ο ισάξιος άλλου, σε Ευρ.· με γεν., ὑμεναίων γόος ἀντίπαλος, στον ίδ.· ως ουσ., ἀντίπαλος, , ο ανταγωνιστής, αντίπαλος, αντίζηλος, κυρίως στον πληθ., σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ ἀντίπαλον, το αντίπαλο κόμμα, σε Θουκ. 2. λέγεται για πράγματα, όπως το ἰσόπαλος, σχεδόν ισόρροπος, στον ίδ.· ἀντ. τριήρης, ισομεγέθης, στον ίδ.· ἀντ. δέος, φόβος ίδιος και στις δύο πλευρές, αμοιβαίος φόβος, στον ίδ.· ἤθεα ἀντίπαλα (τῇ πόλει), έθιμα, συνήθειες που αντιστοιχούν στις πολιτειακές συνθήκες, στον ίδ.· τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας, ισορροπία, αβέβαιη έκβαση της ναυμαχίας, στον ίδ.· επίρρ. -λως, και στο ουδ. πληθ. ἀντίπαλα, στον ίδ. II. τὸν ἀμὸν ἀντ., αυτός που μάχεται για εμένα, ο υπέρμαχός μου, σε Αισχύλ.