Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀντίος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀντίος, -ία, -ίον (ἀντί), αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυνός, και ομοίως· I. 1. με τοπική σημασία, έμπροσθεν, πρόσωπο με πρόσωπο, ιδίως στη μάχη, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀντίος ἦλθε, πήγε να τον συναντήσει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., Ἀγαμέμνονα ἀντίος, στο ίδ.· συνήθως με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. 2. αντίθετος, ενάντιος, σε Αισχύλ., Ευρ.· οἱ ἀντίοι = οἰ ἐναντίοι, σε Πίνδ., Ηρόδ.· ἐκ τῆς ἀντίης, εκ του εναντίου, σε Ηρόδ. II. 1. ως επίρρ. στο ουδ. ἀντία και ἀντίον, αντίθετα, κατευθείαν, άκρως αντίθετα, ἀντίον ἷζεν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., ἀντί' ἐμεῖο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἀντία σευ, στην παρουσία σου, σε Ηρόδ.· ἀντία τῆς ἵππου, ανάποδα ως προς αυτό, στον ίδ. 2. αντίθετα, ενάντια, ὅς τις σέθεν ἀντίον εἴπῃ, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., ἀντία τοῖς Πέρσῃσι, σε Ηρόδ. 3. τὸν δ' ἀντίον ηὔδα = ἠμείβετο, απάντησε, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
ἀντιο-στᾰτέω, μέλ. —ήσω = ἀνθίσταμαι, είμαι αντίθετος, λέγεται για άνεμο, σε Σοφ.