LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀντήλιος"
- ἀντ-ήλιος (όχι ἀνθ-ήλιος), -ον, I. αυτός που βρίσκεται αντίθετα προς τον ήλιο, δηλ. κοιτώντας ανατολικά, σε Σοφ.· δαίμονες ἀντήλιοι, αγάλματα θεών που στέκονταν στον ήλιο, μπροστά στην πόρτα, σε Αισχύλ. II. όμοιος προς τον ήλιο, σχημ. όπως το ἀντίθεος, σε Ευρ.

