Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀντέχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀντέχω ή ἀντ-ίσχω, μέλ. ἀνθ-έξω, αόρ. βʹ ἀντ-έσχον· I. κρατώ έναντι, με αιτ. και γεν., χεῖρ' ἀντ. κρατός, κρατώ το χέρι έναντι στο πρόσωπό μου, ώστε να σκεπάζω τα μάτια μου, σε Σοφ.· με δοτ., ὄμμασι δ' ἀντίσχοις τάνδ' αἴγλαν, μακάρι να κρατήσεις αυτό το φως στα μάτια του (αλλιώς, μακριά από τα μάτια του), στον ίδ. II. 1. ανθίσταμαι, αντιστέκομαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.· πρός τινα, σε Θουκ.· με αιτ., αντέχω, σε Ανθ. 2. απόλ., διατηρώ το έδαφός μου, αντέχω, σε Ηρόδ., Αττ.· επιμένω, εμμένω, δεν ενδίδω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για τα ποτάμια που ήπιε ο Περσικός στρατός, είμαι αρκετός, επαρκώ, στον ίδ. III. 1. Μέσ., κρατώ κάτι μπροστά μου, με αιτ. και γεν., σε Ομήρ. Οδ. 2. με γεν., πιάνω κάτι και το κρατώ σφιχτά, σε Ηρόδ., Αττ.· μεταφ., ἀντ. τῶν ὄχθων, δεν απομακρύνονταν από τις όχθες, έμεναν κοντά σ' αυτές, σε Ηρόδ.· ἀντ. ἀρετῆς, τοῦ πολέμου, στον ίδ.· τῆς θαλάσσης, σε Θουκ. 3. απόλ., αντέχω, σε Σοφ. 4. με διπλή γεν. προσ. και πράγμ., ἀνθέξεταί σου τῶν χρημάτων, θα διεκδικήσει την περιουσία από εσένα, θα τη διαμφισβητήσει με εσένα, σε Αριστοφ.