LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνιμάω"
- ἀν-ῐμάω, μέλ. -ήσω (ἀνά, ἱμάς), μόνο στον ενεστ. και παρατ. · I. αντλώ νερό μέσω δερματικών λωρίδων· γενικά, ανασύρω ή ανέλκω, σε Ξεν.· επίσης Μέσ., ἀνιμῶμαι, σε Λουκ. κ.λπ. II. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), ανεβαίνω, σε Ξεν.