Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνιαρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνιᾱρός, , -όν, Ιων. ἀνιηρός, , -όν (ἀνιάω), I. 1. ενοχλητικός, στενάχωρος, θλιβερός, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐχθροῖς ἀνιαροί, σε Αριστοφ.· λέγεται για ζώα, σε Ηρόδ.· επίρρ. ἀνιαρῶς, σε Σοφ. 2. λέγεται για πράγματα, επίπονος, λυπηρός, μελαγχολικός, σε Θέογν. κ.λπ.· ανώμ. συγκρ., ἀνιηρέστερος, σε Ομήρ. Οδ. II. Παθ., θλιμμένος, οικτρός, σε Ξεν.· επίρρ. -ρῶς, άθλια, οικτρά, στον ίδ. (Στον Όμηρ. και Σοφ. πάντοτε , στους άλλους ποιητές ).