LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνιάω"
- ἀνιάω, [ᾰν] γʹ ενικ. παρατ. ἠνία, μέλ. ἀνιάσω [ᾱ], Επικ. ἀνιήσω, αόρ. αʹ ἠνίᾱσα, Δωρ. ἀνίᾱσα — Παθ. ἀνιῶμαι, Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. ἀνιῴατο· γʹ πληθ. παρατ. ἠνιῶντο· μέλ. σε Μέσ. τύπο, ἀνιάσομαι, Επικ. βʹ ενικ. ἀνιήσεαι, αόρ. αʹ ἠνιάθην, Ιων. -ήθην· παρακ. ἠνίημαι· (ἀνία)· (ῑ στον Όμηρ. και Σοφ.· ῐ στους άλλους ποιητές). Όπως το ἀνιάζω, στεναχωρώ, θλίβω, με αιτ.· ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ τὰς φρένας, σε Σοφ. — Παθ., είμαι θλιμμένος, στενοχωρημένος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., τοῦτ' ἀνιῶμαι, στενοχωριέμαι μ' αυτό, σε Σοφ.· μτχ. αορ. αʹ ως επίθ., λυπημένος άνθρωπος, σε Όμηρ.