Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνθρώπειος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνθρώπειος, , -ον, Ιων. -ήΐος, , -ον, I. 1. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ανθρώπινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀνθρώπεια πήματα, τέτοια στα οποία υπόκειται ο άνθρωπος, σε Αισχύλ.· ἀνθρωπήϊα πρήγματα, ανθρώπινες σχέσεις, ανθρώπινη περιουσία, σε Ηρόδ.· τὸ ἀνθρώπειον, είτε η ανθρωπότητα είτε η ανθρώπινη φύση, σε Θουκ. 2. ανθρώπινος, αυτός που ταιριάζει σε άνθρωπο, σε Ηρόδ., Πλάτ. 3. ανθρώπινος, αντίθ. του μυθικός, σε Ηρόδ. II. επίρρ. -ως, ανθρώπινα, κατά πάσα ανθρώπινη πιθανότητα, σε Θουκ.· ἀνθρ. φράζειν, μιλώ όπως αρμόζει σε άνθρωπο, σε Αριστοφ.