Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνθίστημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνθ-ίστημι, μέλ. ἀντι-στήσω, I. 1. στήνω κάτι εναντίον, σε Αριστοφ., Θουκ.· θέτω σε αντιπαραβολή, σε Θουκ. 2. παραβάλλω, συγκρίνω, σε Πλούτ. II. 1. Παθ., με αμτβ. Ενεργ. αόρ. βʹ, ἀντέστην, παρακ. ἀνθέστηκα, Αττ. συνηρ. μτχ. ἀνθεστώς· Μέσ. μέλ. ἀντιστήσομαι, αόρ. αʹ αντεστησάμην και Παθ. ἀντεστάθην [ᾰ]· στέκομαι εναντίον, ιδίως στη μάχη, αντιστέκομαι, αντιπαρατίθεμαι, τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, πρός τινα, σε Θουκ. κ.λπ.· σπανίως με γεν., φρενῶν ἀνθίσταται (διορθ. ἀνθάπτεται), σε Αισχύλ. 2. απόλ., εξακολουθώ να αντιστέκομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.