LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνεψιός"
- ἀνεψιός, ὁ, 1. πρώτος ξάδερφος, ξάδερφος σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. ανηψιός, σε Ηρόδ. Όταν η λήγουσα είναι μακρά, ο Όμηρ. εκτείνει και την παραλήγουσα, ἀνεψῑοῦ κταμένοιο (από το α ευφωνικό ή αθροιστικό και το ΝΕ-) απ' όπου επίσης το Λατ. nepos, neptis).