LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνεξέλεγκτος"
- ἀν-εξέλεγκτος, -ον (ἐξελέγχω), 1. αδύνατος στο να ελεγχθεί ή να ανακριθεί, μη ελεγχόμενος, λέγεται για δηλώσεις ή επιχειρήματα, σε Θουκ.· ἀν. ἔχει τὸ ἀνδρεῖον, καταλείπεται το θάρρος τους αδοκίμαστο, αναπόδεικτο, στον ίδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, μη καταδικασμένος, άμεμπτος, άψογος, ανεπίληπτος, σε Ξεν. κ.λπ.

