Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναχωρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-χωρίζω, μέλ. -σω, κάνω κάποιον να πάει πίσω ή να αποχωρήσει, σε Ξεν.