Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναταράσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-τᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανακατώνω, αναταράζω, οδηγώ σε μανία, εξερεθίζω, προξενώ έξαψη, σε Σοφ., Πλάτ.Παθ., ἀνατεταραγμένος, σε αταξία, σε Ξεν.