Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνατίθημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-τίθημι, μέλ. -θήσω,
Α. I. 1.
επιθέτω, επιρρίπτω, αποδίδω (ως βάρος, ευθύνη), σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. 2. αναφέρω, αποδίδω ένα πράγμα σε κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι, δεν θα του είχαν αποδώσει την ανέγερση της πυραμίδας, στον ίδ.· ἐμοὶ ἀναθήσετε, θα μου αποδώσει τα εύσημα γι' αυτό, σε Θουκ.· επίσης, ἀν. τινί πράγματα εναπόθεσε πάνω του, του τα εμπιστεύθηκε, σε Αριστοφ., Θουκ. II. 1. ανεγείρω ως ανάθημα, αφιερώνω, τί τινι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου το αφιέρωμα ήταν το ἀνάθημααπαρ. Παθ. αορ. αʹ ἀνατεθῆναι, σε Αριστοφ.· αλλά το ἀνάκειμαι είναι περισσότερο συχνό όπως το Παθ. 2. μεταφ., το αποδίδω μέσω αυτής, ἀν. τι λύρᾳ, αποθέτω ένα τραγούδι στη λύρα, σε Πίνδ. 3. μεταφέρω και εγκαταλείπω σ' ένα μέρος, σε Αριστοφ. III. αφαιρώ, αναβάλλω, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν, προσθέτοντας ή αναβάλλοντας κάτι από την αναγκαιότητα του θανάτου, σε Σοφ. Β. I. 1. Μέσ., ανεβάζω πάνω σε κάτι για κάποιον, τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια, σε Ξεν. 2. μεταδίδω, πληροφορώ, παρέχω κάτι σε κάποιον, τί τινι, σε Κ.Δ. II. τοποθετώ διαφορετικά, μεταθέτω, σε Χρησμ. παρά Ηροδ., σε Πλάτ. 2. μεταφ., αποσύρω, μεταβάλλω τη γνώμη μου, σε Ξεν.