LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνασπάω"
- ἀνα-σπάω, ποιητ. ἀν-σπάω, μέλ. -σπάσω [ᾰ], I. 1. σύρω, έλκω προς τα πάνω, τραβώ, σε Σόλωνα, Ηρόδ. — Μέσ., ἐκ χροὸς ἔγχος ἀνεσπάσατο, τράβηξε το δόρυ του ξανά μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. τραβώ πλοίο προς τη στεριά, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. τραβώ ή ρουφώ με απληστία, αἷμα, σε Αισχύλ.· αλλά, ὕδωρ ἀν., ρουφώ νερό, σε Θουκ. 4. ξεσχίζω, κομματιάζω, σε Ηρόδ., Αττ. 5. μεταφ., ἀνασπᾶν λόγους, εκβιάζω λόγια, προφέρω βίαιες και προσβλητικές λέξεις, σε Σοφ. 6. τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, ανασηκώνω τα φρύδια, και έτσι ξεστομίζω σοβαρή ή σημαντική φράση, σε Αριστοφ.· ομοίως, τὰ μέτωπα ἀν., στον ίδ. II. αποσύρω, τραβώ, τὴν χεῖρα, στον ίδ. III. μετακομίζω, τραβώ μακριά από το σπίτι, σε Λουκ.

