LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνασείω"
- ἀνα-σείω, ποιητ. ἀνασ-σείω· γʹ ενικ. Ιων. παρατ. ἀνασσείασκε· μέλ. -σείσω· I. ανακινώ, σείω μπρος και πίσω, κουνώ πάνω-κάτω, σε Ησίοδ.· ιδίως ως σινιάλο, σε Θουκ. II. ερεθίζω, προκαλώ, σε Κ.Δ.

