Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναρρήγνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀναρ-ρήγνῡμι ή -ύω, μέλ. -ρήξω, I. 1. διαρρηγνύω, σχίζω το έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. γκρεμίζω, διασπώ τείχος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.Παθ., νῆες ἀναρραγεῖσαι τὰς παρεξειρεσίας, τα πλοία είχαν σπασμένες τις παρειές, σε Θουκ. 3. κατασπαράζω, ανοίγω πτώμα, λέγεται για λιοντάρια, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον Αίαντα, δίχα ἀνερρήγνυ, τα έκοβε στα δύο, σε Σοφ. II. κάνω να ξεσπάσει, εκφέρω, όπως το Λατ. rumpere roces, σε Αριστοφ., Θεόκρ.· ἀν. πόλιν, την κάνω να αναταραχθεί, ενθουσιάζω υπέρμετρα, σε Πλούτ.Παθ., εμφανίζομαι ξαφνικά, προβάλλω· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, στον ίδ. III. αμτβ., ξεσπώ, σε Σοφ.