Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναρπάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀν-αρπάζω, μέλ. -άσω και -άξω, επίσης το Μέσ. τύπο -άσομαι· αόρ. αʹ -ήρπασα και -αξα· I. αρπάζω, τσακώνω, μαγγώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. II. αποσπώ, τραβώ, υφαρπάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για δουλέμπορους, απαγάγω, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., σε Σοφ.· στον πεζό λόγο επίσης, σύρομαι ενώπιον κάποιου άρχοντα, σύρομαι στη φυλακή, Λατ. rapi in Jus, σε Δημ. 2. με θετική σημασία, διασώζω, σε Πλούτ. III. κυριεύω εξορμώντας, λεηλατώ, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, ἀναρπασόμενος τοὺς Φωκέας, τους κυρίευσε με έφοδο ή μεμιάς, σε Ηρόδ. IV. υφαρπάζω, διαρπάζω, αφαιρώ, σε Ξεν., Δημ.