Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναλύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-λύω, Επικ. ἀλ-λύω· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. ἀλλύεσκε [ῡ]· Επικ. θηλ. μτχ. ἀλλύουσα· μέλ. -λύσω· I. 1. χαλαρώνω, λύνω, λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης, σε Ομήρ. Οδ. 2. ελευθερώνω, αποδεσμεύω, απολύω, ἐκ δεσμῶν, στο ίδ. II. 1. μετά τον Όμηρ., ἀν. ὀφθαλμόν, φωνάν, δηλ. αποκαθιστώ τη χρήση της όρασης και της φωνής σε νεκρό, σε Πίνδ. 2. αναλύω, σε Αριστ. 3. τερματίζω κάτι, σε Ξεν.· καταργώ, ακυρώνω, σε Δημ.Μέσ., εξαλείφω λάθη, σε Ξεν., Δημ. III. 1. αμτβ., λύνω τα πρυμνήσια σχοινιά, σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω, σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για θάνατο, σε Κ.Δ. 2. επανέρχομαι, επιστρέφω, στο ίδ.