Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναλίσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνᾱλίσκω και ἀνᾱλόω· παρατ. ἀνήλισκον και ἀνάλουν, μέλ. ἀνᾱλώσω, αόρ. αʹ ἀνήλωσα και ἀνάλωσα [ᾱ], παρακ. ἀνήλωκα και ἀνάλωκα [ᾱ]· — Παθ. μέλ. ἀνᾱλωθήσομαι, αόρ. αʹ ἀνηλώθην και ἀνᾱλώθην, παρακ. ἀνήλωμαι και ἀνάλωμαι (η ποσότητα της δεύτερης συλλαβής και του Ενεργ. τύπου, κάνουν αμφίβολο αν το ρήμα είναι σύνθ. του ἀνά και ἁλίσκομαι), I. 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ ή διασπαθίζω χρήματα, σε Θουκ.· εἴς τι, σε κάτι, σε Πλάτ. κ.λπ.· πρός τι, σε Δημ.· ὑπέρ τινος, στον ίδ.Παθ. τἀνηλωμένα, τα χρήματα που έχουν δαπανηθεί, στον ίδ. 2. μεταφ., ἀνάλωσας λόγον, «κατανάλωσες», ξόδεψες τα λόγια σου, σε Σοφ.· ἀν. σώματα πολέμῳ, σε Θουκ. II. λέγεται για πρόσωπα, σκοτώνω, καταστρέφω, σε Τραγ.Μέσ., αυτοκτονώ, σε Θουκ.