Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναισχυντέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀναισχυντέω, μέλ. -ήσω, είμαι αναίσχυντος, συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, σε Θουκ.· πρός τινα, σε Ξεν.