LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀναισιμόω"
- ἀν-αισῐμόω, παρατ. ἀναισίμουν· γʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ ἀναισιμώσωσι — Παθ. αόρ. αʹ ἀναισιμώθην, παρακ. ἀναισίμωμαι· (αἴσιμος;)· Ιων. Ρήμα = Αττ. ἀναλίσκω, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, σε Ηρόδ. — Παθ., ἀναισιμοῦσθαι ἔς τι, χρησιμοποιούμαι για ένα σκοπό ή ξοδεύομαι για κάτι, στον ίδ.· ποῦ ταῦτα ἀναισιμοῦται; που (δηλ. πώς) ξοδεύθηκαν αυτά; στον ίδ.

