
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀναγκαῖος"
- ἀναγκαῖος, -α, -ον και -ος, -ον (ἀνάγκη), με ή μέσω βίας· I. Ενεργ., 1. αυτός που δεσμεύει, που ασκεί πίεση, σε Ομήρ. Ιλ.· ἦμαρ ἀν., η ημέρα του περιορισμού, δηλ. της δουλείας, στο ίδ.· ομοίως ἀναγκαία τύχῃ, η τύχη, ο κλήρος της δουλείας ή ο βίαιος θάνατος, σε Σοφ.· τῷ τῆς ἀρχῆς ἀναγκαίῳ, από την υποχρεωτική φύση της αρχής μας, σε Θουκ.· ἐξ ἀναγκαίου, κάτω από καταναγκασμό, στον ίδ. 2. λέγεται για επιχειρήματα, πειστικός, ισχυρός, στον ίδ. II. Παθ., αναγκασμένος, εκβιασμένος, πολεμισταὶ ἀν., στρατιώτες δια της βίας είτε θέλουν είτε όχι, σε Ομήρ. Οδ. 2. αναγκαίος, απαραίτητος, ἀναγκαῖόν (ἐστι), όπως το ἀνάγκη ἐστί με απαρ., είναι απαραίτητο να γίνει κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αλλά, ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, απαιτούν να γίνουν απαραιτήτως, σε Πλάτ. 3. τὰ ἀναγκαῖα, τα απαραίτητα αγαθά, οι ανάγκες, όπως το φαγητό, ο ύπνος, στον ίδ., Ξεν.· τὰ ἐκ θεοῦ ἀν., η καθορισμένη τάξη των πραγμάτων, οι φυσικοί νόμοι, στον ίδ. 4. απόλυτα απαραίτητος, μόλις επαρκής, επιτακτικός· ἀν. τροφή — ἡ καθ' ἡμέραν, σε Θουκ.· τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος, το ελάχιστο ύψος που ήταν απολύτως απαραίτητο, στον ίδ.· ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις, το λιγότερο που μπορούσε να ονομαστεί πόλη, σε Πλάτ. 5. λέγεται για πρόσωπα, συνδεδεμένος με φυσικούς δεσμούς, δηλ. συγγενείς εξ αίματος, στον ίδ. κ.λπ.· οἱ ἀναγκαῖοι, Λατ. necessarii, οι συγγενείς, σε Ξεν. κ.λπ. III. επίρρ. -ως, απαραίτητα, κατ' ανάγκην, δια της βίας, καταναγκαστικά, ἀναγκαίως ἔχει, πρέπει να γίνει έτσι, σε Ηρόδ.· ἀν. φέρειν, όσο καλύτερα μπορεί κάποιος να αντέξει, αντίθ. προς το ἀνδρείως, σε Θουκ. 2. ἀν. λέγειν, μόνο τόσο μακριά όσο χρειάζεται, σε Πλάτ.