Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναγκάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀναγκάζω, μέλ. -άσω, παρακ. ἠνάγκᾰκα, υπερσ. -ειν· (ἀνάγκη)· βιάζω, εξαναγκάζω, κυρίως με αιτ. προσ. και απαρ., ἀν. τινὰ ποιεῖσθαί τι, λέξειν κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, Παθ., ἠναγκάζοντο ἀμύνεσθαι, στον ίδ.· χωρίς το απαρ., ἀναγκάζεσθαί τι, είμαι αναγκασμένος να κάνω κάτι, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, ἀναγκάζειν τινὰ ἔς τι, σε Θουκ. 2. με αιτ. προσ. μόνο, εξαναγκάζω κάποιον με ισχυρά επιχειρήματα, σε Πλάτ.Παθ., ἠναγκάσθην, πιέστηκα, βασανίστηκα, σε Σοφ.· ἠναγκασμένος, ἀναγκασθείς, κάτω από πίεση, εξαναγκασμό, σε Θουκ. 3. με αιτ. πράγμ. μόνο, επιβάλλω δια της βίας, σε Ευρ. 4. με αιτ. πράγμ. και απαρ., ισχυρίζομαι ότι κάτι είναι απαραιτήτως έτσι ή αλλιώς, σε Πλάτ.