Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναβατός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀναβᾰτός, Επικ. ἀμβατός, -όν (ἀναβαίνω), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος, εύκολος την αναρρίχηση, σε Όμηρ.