Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναβαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι· (αντί αορ. αʹ βλ. παρακ. Β), αόρ. βʹ ἀνέβην, παρακ. -βέβηκαΜέσ. αόρ. αʹ -εβησάμην, Επικ. γʹ ενικ. -εβήσετο, βλ. παρακ. Β·
Α. I. 1.
ανεβαίνω, ανηφορίζω, πηγαίνω προς τα πάνω, με αιτ. τόπου, σε Όμηρ.· φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει, η φήμη ακολουθεί τους ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.· με πρόθ., ἀν. ἐς δίφρον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. ἐπὶ οὔρεα, σε Ηρόδ.· με δοτ., ποδοπατώ, ποδοβολώ, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., ἀν. στόλον, εξέρχομαι σε εκστρατεία, σε Πίνδ. II. Ειδικές χρήσεις: 1. ανεβαίνω σε πλοίο, εισέρχομαι, επιβαίνω, σε Όμηρ.· ἐς Τροίην ἀν., εισέρχομαι σε πλοίο για τη Τροία, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. ανεβαίνω σε πλάτη αλόγου, ἀν. ἐφ' ἵππον, ἐφ' ἵππου, σε Ξεν.· απόλ., ἀναβεβηκώς, επιβιβασμένος, στον ίδ. 3. λέγεται για πορεία στην ξηρά, ανεβαίνω από τα παράλια στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· πρβλ. ἀνάβασις I. 2. 4. λέγεται για ποτάμια, φουσκώνω, αυξάνω, σηκώνομαι, σε Ηρόδ.· ἂν ἐς τὰς ἀρούρας, υπερχειλίζω την ξηρά, στον ίδ. 5. στην Αττ., ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα ή ἀναβαίνειν μόνο του, ανέρχομαι στο βήμα, σε Δημ.· ἀν. ἐπὶ ή εἰς τὸ πλῆθος, τὸ δικαστήριον, έρχομαι ενώπιον του λαού, παρουσιάζομαι στο δικαστήριο, σε Πλάτ. III. 1. λέγεται για πράγματα και γεγονότα, καταλήγω, αποδεικνύομαι, τελειώνω, όπως το ἀποβαίνω, ἐκβαίνω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. έρχομαι σε, καταντώ, εἴς τινα, στον ίδ. Β. Ο αόρ. αʹ ἀνέβησα χρησιμοποιείται ως αόρ. του ἀναβιβάζω με μεταβατική σημασία, κάνω κάποιον να ανέβει, ιδίως επιβιβάζω σε πλοίο, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· ομοίως Μέσ., ἀνεβήσετο, σε Ομήρ. Οδ.