LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀναβάτης"
- ἀναβάτης[βᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. ἀμβάτης (ἀναβαίνω), αυτός που έχει ανεβεί, που έχει αναρριχηθεί, λέγεται για τον Πειθέα πάνω σε δέντρο, σε Ευρ.· λέγεται για ιππέα, σε Ξεν.