Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναβάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ ἀν-έβᾰλον·
Α. I.
ρίχνω ή τινάζω, σε Θουκ., Ξεν. II. αναβάλλω, ακυρώνω, σε Ομήρ. Οδ.· ἀν.τινά, τον παρεμποδίζω με προφάσεις, σε Δημ.Παθ., αναβάλλομαι, σε Θουκ. III. διατρέχω κίνδυνο, ἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ = καὶ ἀναβαλῶ, σε Αισχύλ. Β. Μέσ., I. ανακρούω, ξεκινώ να παίζω ή να τραγουδώ (πρβλ. ἀναβολή II), σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. II. καθυστερώ, κωλυσιεργώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ. III. ρίχνω πάνω μου το μανδύα, τον φορώ στους ώμους, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ἀναβεβλημένος, με το χιτώνα ριγμένο πάνω ή πίσω, σε Δημ.· πρβλ. ἀναβολή I. 2.