Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναίτιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀν-αίτιος, -ον και , -ον, 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν αποτελεί την αιτία κάποιου πράγματος, αθώος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., μη ένοχος για κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, με απαρ., είναι επιλήψιμο να κάνω, σε Ξεν.