Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναίσθητος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀν-αίσθητος, -ον, I. 1. αναίσθητος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. ἀναισθήτως ἔχειν, είμαι αδιάφορος, σε Ισοκρ. 2. ανόητος, ασυναίσθητος, χωρίς λεπτότητα, σε Θουκ., Δημ.· τὸ ἀναίσθητον, αναισθησία, σε Θουκ. II. Παθ., μη αισθητός, ανεπαίσθητος, θάνατος, στον ίδ.