LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀναίρεσις"
- ἀναίρεσις, -εως, η, I. περισυλλογή νεκρών σωμάτων (πτωμάτων) για ταφή, σε Ευρ., Θουκ.· ομοίως, σε ναυμαχία, ναυαγίων ἀν., σε Θουκ. II. καταστροφή, σε Ξεν., Δημ.· κατάργηση των νόμων, σε Πλούτ.