Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνίστημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀν-ίστημι, Μτβ. Ενεργ. στον ενεστ., παρατ. ἀνίστην, μέλ. ἀναστήσω, ποιητ. ἀνεστήσω, αόρ. αʹ ἀνέστησα, Επικ. ἄνστησα· επίσης στον αόρ. αʹ Μέσ. ἀνεστησάμην·
Α. I. 1.
κάνω να σταθεί όρθιο, ανασηκώνω, χειρός, με το χέρι του, σε Ομήρ. Ιλ.· εγείρω από ύπνο, ξυπνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., ἀν. νόσον, σε Σοφ.· σηκώνω από τους νεκρούς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· από τη δυστυχία, σε Σοφ. 2. λέγεται για πράγματα, ορθώνω, χτίζω, ανεγείρω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀν.τινα χαλκοῦν, ορθώνω χάλκινο άγαλμα προς τιμή του, σε Πλούτ.· Μέσ. αόρ. αʹ ἀναστήσασθαι πόλιν, χτίζω μόνος μου μια πόλη, σε Ηρόδ. 3. ξαναχτίζω, επιδιορθώνω, επανεγκαθιστώ, σε Ευρ., Δημ. 4. θέτω προς αγορά, σε Ηρόδ. II. εγείρω, προκαλώ σε κίνηση, ερεθίζω, διεγείρω, σε Ομήρ. Ιλ.· καλώ στα άρματα, ξεσηκώνω το στραύτευμα, σε Θουκ.· ἀν. πόλεμον ἐπί τινα, σε Πλούτ. III. 1. κάνω ανθρώπους να ξεσηκωθούν, να επαναστατήσουν, σπάζω μια συμμαχία, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 2. κάνω ανθρώπους να φύγουν από τα σπίτια τους, μεταναστεύω, μετατοπίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. 3. κάνω τους ικέτες να σηκωθούν και να αφήσουν το ναό, σε Ηρόδ., Θουκ. 4. λέγεται για αθλητές, ξεκινώ ένα αγώνισμα, κηρύσσω την έναρξη, σε Ξεν. Β. Αμτβ. σε ενεστ. και παρατ. ἀνίσταμαι, -μην, σε μέλ. ἀναστήσομαι, σε αόρ. βʹ ἀνέστην, παρακ. ἀνέστηκα, Αττ. υπερσ. ἀνεστήκη· επίσης στον αόρ. αʹ Παθ. ἀνεστάθην [ᾰ]· I. 1. σηκώνομαι, για να μιλήσω, σε Όμηρ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τη θέση μου ως ένδειξη σεβασμού, Λατ. assurgere, σε Ομήρ. Ιλ.· σηκώνομαι από το κρεβάτι, στο ίδ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τους νεκρούς, ανασταίνομαι, στο ίδ.· επανακάμπτω από αρρώστια, αναρρώνω, σε Ηρόδ. 2. εγείρομαι ως υπέρμαχος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με δοτ., σηκώνομαι για να παλέψω ενάντια σε, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς, σε Αισχύλ. 3. λέγεται για κτίρια και αγάλματα, ορθώνομαι, ανοικοδομούμαι, ανεγείρομαι, σε Ευρ., Πλούτ. κ.λπ. 4. λέγεται για ποταμό, υψώνομαι, φουσκώνω, σε Πλούτ. II. 1. σηκώνομαι να φύγω, ξεκινώ, απέρχομαι, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. 2. αναγκάζομαι να μεταναστεύσω, σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για χώρα, ερημώνομαι, μειώνομαι ως προς τον πληθυσμό, σε Ηρόδ., Ευρ.· οὐκέτι ἀνισταμένη, μη υποκείμενη πλέον σε μετανάστευση, σε Θουκ. 3. χρησιμοποιείται για δικαστήριο, συγκαλούμαι, σε Δημ. 4. λέγεται για κυνήγι, διεξάγομαι, σε Ξεν.