Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνίημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀν-ίημι, -ης, (επίσης ἀνιεῖς, -εῖ όπως από το ἀνιέω), -ησι· παρατ. ανίην, βʹ και γʹ ενικ. -εις, -ει, Ιων. γʹ ενικ. ἀνίεσκε, επίσης ἠνίει· μέλ. ἀνήσω, παρακ. ἀνεῖκα, αόρ. αʹ ἀνῆκα, Ιων. ἀνέηκα· ο Όμηρ. έχει επίσης ένα γʹ ενικ. μέλ. ἀνέσει, γʹ πληθ. αορ. ἄνεσαν, ευκτ. ἀνέσαιμι, μτχ. ἀνέσαντες (όπως αν προερχόταν από ἀν-έζω)· γʹ πληθ. αορ. βʹ ἀνεῖσον, προστ. ἄνες, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ἀνήῃ· απαρ. ἀνεῖναι, μτχ. ανείςΠαθ., ἀνίεμαι, παρακ. ἀνεῖμαι, Ιων. γʹ πληθ. παρακ. ἀνέωνται (όπως αν προερχόταν από το ἀν-εόωαόρ. αʹ μτχ. ἀνεθείς· μέλ. ἀνεθήσομαι (ἀνῐ-, Επικ. ἀνῑ-, Αττ.· αλλά ο Όμηρ. έχει ἀνιεῖ, ἀνῑέμενος), I. στέλνω πάνω ή μπροστά, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για τη γη, αναβλύζω, σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τα θηλυκά, παράγω, σε Σοφ.Παθ., αναπέμπομαι, παράγομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· στέλνω πίσω από τον τάφο ή τον Κάτω Κόσμο, στον ίδ. κ.λπ. II. αναπέμπω, αναβάζω, ανοίγω, σε Όμηρ., Ευρ. III. 1. επιτρέπω να φύγει, αφήνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., δεσμῶν ἀνίει, τους απήλλαξε από τα δεσμά τους, σε Ομήρ. Οδ.· αφήνω ατιμώρητο, σε Ξεν. 2. ἀν. τινι, αφήνω ελεύθερο μεμιάς, ἀν. κύνας, Λατ. canes immittere, σε Ξεν.· απ' όπου, ἄφρονα τοῦτον ἀνέντες, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ωθώ ή προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι, σε Όμηρ. 3. ἀν. τινὰ πρός τι, επιτρέπω να φύγει για κάποιο σκοπό, σε Ηρόδ.· ἀν. τινα μανίας, απαλλάσσω από την τρέλα, σε Ευρ. 4. αφήνω, επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀν. κόμην, την αφήνω να κρέμεται χαλαρή, σε Ευρ. 5. Μέσ., με αιτ., κόλπον ἀνιεμένη, αποκαλύπτοντας το στήθος της, σε Ομήρ. Ιλ.· αἶγας ἀνιέμεναι, γδέρνοντας κατσίκες, σε Ομήρ. Οδ. 6. απελευθερώνω, αφήνω ακαλλιέργητο, λέγεται για έδαφος αφιερωμένο σε θεό, σε Θουκ.Παθ., αφιερώνομαι, παραδίνομαι, σε Ηρόδ.· λέγεται για ζώα αφιερωμένα σε θεό, τα οποία αφήνονταν ελεύθερα και ανενόχλητα, στον ίδ.· ιδίως στην μτχ. Παθ. παρακ. ἀνειμένος, σε Σοφ. κ.λπ. 7. χαλαρώνω, ηρεμώ, ξεσφίγγω, σε Ηρόδ., Πλάτ.· έπειτα, παραμελώ, εγκαταλείπω, αμβλύνω, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.Παθ., μεταχειρίζομαι απρόσεχτα, σε Θουκ. 8. ομοίως αμτβ. στην Ενεργ., κοπάζω, καταπέφτω, λέγεται για τον άνεμο, σε Σοφ. κ.λπ.· οὐδὲν ἀνιέναι, μην υποχωρώντας καθόλου, σε Ξεν.· με μτχ., εγκαταλείπω ή σταματώ να κάνω, ὕων οὐκ ἀνίει (ὁ θεός), σε Ηρόδ.· με γεν., απέχω από κάτι, σε Ευρ., Θουκ.