Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνία"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
ἀνία, Ιων. ἀνίη, Αιολ. ὀνία, , 1. λύπη, θλίψη, μελαγχολία, στενοχώρια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ. 2. Ενεργ., δαιτὸς ἀνίη, αίτια ενοχλήσεως, σε Ομήρ. Οδ. (Στον Όμηρ. και Σοφ. ῑ ή ῐ· στους άλλους ποιητές, ), (αμφίβ. προέλ.).
ἁνία, Δωρ. αντί ἡνία.
ἀνιάζω[ῐ], αόρ. αʹ ἠνίᾰσα· I. θλίβω, στενοχωρώ, με αιτ. προσ., σε Όμηρ. II. αμτβ., είμαι θλιμμένος ή στενοχωρημένος, αισθάνομαι λύπη, θλίψη, στον ίδ.· με δοτ., για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀν-ιάομαι, αποθ., θεραπεύω εκ νέου, επανορθώνω, σε Ηρόδ.
ἀνιᾱρός, , -όν, Ιων. ἀνιηρός, , -όν (ἀνιάω), I. 1. ενοχλητικός, στενάχωρος, θλιβερός, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐχθροῖς ἀνιαροί, σε Αριστοφ.· λέγεται για ζώα, σε Ηρόδ.· επίρρ. ἀνιαρῶς, σε Σοφ. 2. λέγεται για πράγματα, επίπονος, λυπηρός, μελαγχολικός, σε Θέογν. κ.λπ.· ανώμ. συγκρ., ἀνιηρέστερος, σε Ομήρ. Οδ. II. Παθ., θλιμμένος, οικτρός, σε Ξεν.· επίρρ. -ρῶς, άθλια, οικτρά, στον ίδ. (Στον Όμηρ. και Σοφ. πάντοτε , στους άλλους ποιητές ).
ἀν-ίᾱτος, [ῖ] Ιων. -ίητος, -ον (ἀν- στερητικό και ἰατός), 1. αθεράπευτος, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. λέγεται για πρόσωπα, αδιόρθωτος, στον ίδ.· ἀνιάτως ἔχειν, είναι ανίατο, αθεράπευτο, αγιάτρευτο, στον ίδ.
ἀν-ιάχω[ᾰ], κραυγάζω, φωνάζω δυνατά· με αιτ., επαινώ μεγαλόφωνα, σε Ανθ.
ἀνιάω, [ᾰν] γʹ ενικ. παρατ. ἠνία, μέλ. ἀνιάσω [ᾱ], Επικ. ἀνιήσω, αόρ. αʹ ἠνίᾱσα, Δωρ. ἀνίᾱσαΠαθ. ἀνιῶμαι, Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. ἀνιῴατο· γʹ πληθ. παρατ. ἠνιῶντο· μέλ. σε Μέσ. τύπο, ἀνιάσομαι, Επικ. βʹ ενικ. ἀνιήσεαι, αόρ. αʹ ἠνιάθην, Ιων. -ήθην· παρακ. ἠνίημαι· (ἀνία)· ( στον Όμηρ. και Σοφ.· στους άλλους ποιητές). Όπως το ἀνιάζω, στεναχωρώ, θλίβω, με αιτ.· ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ τὰς φρένας, σε Σοφ.Παθ., είμαι θλιμμένος, στενοχωρημένος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., τοῦτ' ἀνιῶμαι, στενοχωριέμαι μ' αυτό, σε Σοφ.· μτχ. αορ. αʹ ως επίθ., λυπημένος άνθρωπος, σε Όμηρ.